- στεγύλλιον
- τὸ, Α1. μικρό υπόστεγο2. (ποιητ. τ.) εργαστήριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέγος + υποκορ. κατάλ. -ύλλιον (πρβλ. ἀνθ-ύλλιον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στεγύλλιον — workshop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ύλλιο(ν) — υποκοριστική κατάλ. τής Αρχαίας Ελληνικής που έχει σχηματιστεί από το επίθημα υλ(λ)ος* + κατάλ. ιον (βλ. λ. ιος). Παρ όλα αυτά, δεν μαρτυρείται κανένα παράγωγο σε ύλλιον που να προέρχεται απευθείας από ουσ. σε υλ(λ)ος. Το επίθημα ύλλιον… … Dictionary of Greek